-
1 εὐνᾱτειρα
εὐνᾱτειρα, ἡ, Lagergenossinn, λεχέων Διός Aesch. Prom. 898; Theocr. syrinx (XV, 21).
-
2 λέχος
3 marriage-bed: and generally, marriage,ἐμὸν λ. ἀντιόωσαν Il.1.31
;ὁμὸν λ. εἰσαναβαίνοι 8.291
;λ. δ' ᾔ σχυνε καὶ εὐνὴν Ἡφαίστοιο ἄνακτος Od.8.269
, cf. 3.403; ἑτέρῳ λέχεϊ, i.e. in adultery, Pi.P.11.24;ἰὼ λ. καὶ στίβοι φιλάνορες A.Ag. 411
(lyr.);τὸ σὸν λ. ξυνῆλθον S.Aj. 491
;λ. Ἡρακλεῖ.. ξυστᾶσα Id.Tr.27
; κρύφιον ὡς ἔχοι λέχος ib. 360; λέχους γὰρ.. ἁγνὸν δέμας (sc. ἐστί) E. Hipp. 1003: freq. in pl.,ἐκ λεχέων Pi.P.9.37
;λεχέων Διὸς εὐνάτειρα A.Pr. 895
(lyr.);τὰ νυμφικὰ λ. S.OT 1243
:ἱέμενοι λεχέων Id.Tr. 514
(lyr.); γῆμαι μείζω λέχη make a great marriage, E.El. 936; λ. τἀλλότρια ib. 1089; μικρὰ μεγάλων ἀμείνω.. λέχη ib. 1099: hence for the concrete, λ. νεώτερον younger spouse, Sapph.75; σὰ λέχεα thy spouse, E.El. 481 (lyr.);ὤλεσας κεδνὸν λ. Id.Hipp. 835
: used by Com. in poet. or mock Trag. passages,λ. γαμήλιον Ar.Av. 1758
; ;παιδὶ συμμεῖξαι λ. Id.Th. 891
.
См. также в других словарях:
ευνητήρ — εὐνητήρ, ὁ, δωρ. τ. εὐνατήρ, θηλ. εὐνάτειρα (Α) [ευνώ] 1. σύνευνος, σύζυγος («εὐνάτειρα Διὸς λεχέων», Αισχύλ.) 2. μτφ. φρ. α) «εὐνήτειρα νὺξ ἔργων» η νύκτα που σταματάει τις εργασίες, (Απολλ. Ρόδ.) β) «χιτὼν εὐνητήρ» νυχτερινό πουκάμισο … Dictionary of Greek